ιοστεφανος

ιοστεφανος
    ἰοστέφανος
    ἰο-στέφᾰνος
    2
    увенчанный фиалками, в венке из фиалок
    

(Ἀφροδίτη HH.; Κύπρις Solon ap. Plut.; Ἀθῆναι Pind., Arph.; Χάριτες Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιοστεφανος" в других словарях:

  • ἰοστέφανος — violet crowned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιοστέφανος — η, ο (Α ἰοστέφανος, ον) τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά τής Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ. γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.) αρχ. (ποιητ. κοσμητ. επίθ. τής Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος… …   Dictionary of Greek

  • ἰοστέφανον — ἰοστέφανος violet crowned masc/fem acc sg ἰοστέφανος violet crowned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοστεφάνοις — ἰοστέφανος violet crowned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοστεφάνου — ἰοστέφανος violet crowned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοστεφάνους — ἰοστέφανος violet crowned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοστεφάνων — ἰοστέφανος violet crowned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοστεφάνῳ — ἰοστέφανος violet crowned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοστέφανοι — ἰοστέφανος violet crowned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

  • ιοστεφής — ές ιοστέφανος* («ιοστεφές άστυ» η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις τού ορίζοντά της). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο στεφής, λευκο στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»